- διπολικός
- -ή, -όαυτός που έχει δύο πόλους.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
διπολικός — ή, ό αυτός που φέρει δύο ηλεκτρικούς ή μαγνητικούς πόλους … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
δίπολος — η, ο (Α δίπολος, ον) νεοελλ. 1. διπολικός 2. φρ. «δίπολη κεραία» κεραία με δύο ίσους αγωγούς 3. το ουδ. ως ουσ. το δίπολο α) σύστημα από δύο μαγνητικούς πόλους με ίσες αλλά ετερώνυμες ποσότητες μαγνητισμού β) σύστημα από δύο σημειακά ηλεκτρικά… … Dictionary of Greek